Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του μυθιστορήματος, «Κάθε μυστικό σου» από τις εκδόσεις Bell, η Κατερίνα Ζάχαρη μίλησε με τον συγγραφέα
Κύριε Δάμτσιο, πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο;
Καλησπέρα σας και ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία. Το νέο μου βιβλίο, το «Κάθε μυστικό σου» έχει να κάνει κυρίως με αυτό που λέει και ο τίτλος του, με τα μυστικά. Έξι άνθρωποι ξυπνούν κλειδωμένοι σε ένα υπόγειο. Έχουν απαχθεί από έναν παρανοϊκό άντρα ο οποίος γνωρίζει με ακρίβεια υπερβολικά πολλά πράγματα για αυτούς. Μυστικά που οι ίδιοι μέχρι τότε πίστευαν ότι ήταν ασφαλή.
Ακόμα χειρότερα, αυτός ο άνθρωπος συστήνεται ως Εξαγνιστής και μοιάζει έτοιμος να γίνει ένας εν δυνάμει τιμωρός και να αυτοδικήσει. Μοναδική τους ελπίδα για σωτηρία αποτελεί η παρουσία ενός ιδιωτικού ερευνητή στην περιοχή, ο οποίος όμως αρχικά δεν έχει την παραμικρή ιδέα για τα όσα τους συμβαίνουν. Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε του βήμα πλησιάζει όλο και πιο κοντά τους, οπότε τα πράγματα για αυτούς ίσως αλλάξουν.
Το «Κάθε μυστικό σου» Εκδόσεις Bell 2020 είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Γιατί επιλέξατε να γράψετε ένα τέτοιο βιβλίο; Ποια είναι η εμπειρία σας στο συγκεκριμένο είδος;
Είναι από τα είδη που αγαπώ να διαβάζω περισσότερο. Θεωρώ ότι τα βιβλία αυτά βάζουν τον αναγνώστη στα παπούτσια χαρακτήρων με πολύ ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, καλές και κακές. Το ακολουθώ πιστά σαν αναγνώστης εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Συγγραφικά άρχισα να ασχολούμαι μαζί του το 2018, με τη σειρά των «Ευγενών άγριων», στις εκδόσεις Bell.
Τα μέχρι τώρα βιβλία της σειράς, πάντως, μεταπηδούν σε διάφορα υποείδη του λεγόμενου Crime Fiction. Το «Σκοτεινό πέπλο» είναι κυρίως κατασκοπική περιπέτεια, η «Εξημέρωση» αστυνομική περιπέτεια, ενώ το «Κάθε μυστικό σου» ένα κράμα ψυχολογικού θρίλερ και αστυνομικού. Κατά την άποψή μου παραμένουν αρκετά «συγγενικά» μεταξύ τους και νομίζω ότι θα το νιώσουν και οι αναγνώστες αυτό.
Υπήρξε κάτι που αποτέλεσε έμπνευση για εσάς;
Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου αναφέρει ένα ειδεχθές έγκλημα που είχε γίνει γύρω στο 1960 σε ένα μικροσκοπικό χωριό του βορρά. Οι συνεργοί είχαν προσπαθήσει να το κρατήσουν μυστικό αλλά στο τέλος ξεσκεπάστηκε. Κάπου εκεί, έμαθα ότι παρόμοιες, ακραίες ιστορίες υπήρχαν από εκείνα τα χρόνια και σε άλλα χωριά και μικρές πόλεις –σε μέρη δηλαδή που αρχικά δεν πάει το μυαλό μας.
Κατευθείαν σκέφτηκα να γράψω ένα δικό μου βιβλίο με σκοτεινά μυστικά και να δω πώς θα συμπεριφερθούν οι χαρακτήρες μου σε καταστάσεις μεγάλης πίεσης.
Ποια είναι η άποψή σας για τους συναδέλφους σας που ασχολούνται με το αστυνομικό μυθιστόρημα;
Έχω να πω ότι με κάνουν πολύ χαρούμενο ως αναγνώστη. Ειδικά την τελευταία πενταετία, τα δυνατά ελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν αυξηθεί θεαματικά. Και είναι ευνόητο ότι βγαίνουμε όλοι κερδισμένοι από αυτό.
Το ελληνικό κοινό αρχίζει και βλέπει τη δημιουργία μιας αξιοπρεπέστατης εγχώριας αστυνομικής σκηνής και προφανώς την υποστηρίζει περισσότερο.
Τι αποτελεί για εσάς κίνητρο για την ενασχόλησή σας με την συγγραφή;
Είναι αρκετά παράξενο, αλλά δεν νομίζω να έχω ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό. Ίσως απλά, μετά από εκατοντάδες αναγνώσεις βιβλίων, να θέλησα να πω τις δικές μου ιστορίες κι εγώ. Να δω αν μπορώ να το καταφέρω.
Το έκανα βέβαια και από μικρός, αλλά σε αυτό το στάδιο, το, ας το πούμε, «στάδιο στο οποίο δουλεύω επάνω στο βιβλίο σε επαγγελματικούς ρυθμούς», το ξεκίνησα πριν από οχτώ χρόνια. Το βέβαιο είναι ότι μου αρέσει πολύ.
Υπάρχει κάποιος αγαπημένος συγγραφέας; Σας έχει επηρεάσει σε κάποιο βαθμό;
Επειδή διαβάζω πάρα πολλά βιβλία, από διαφορετικά είδη, δεν υπάρχει ξεκάθαρα ένας και μόνο αγαπημένος συγγραφέας. Θα μπορούσα να αναφέρω δέκα, αλλά αν αύριο το ξαναέκανα, η δεκάδα ίσως να άλλαζε τουλάχιστον κατά το ήμισυ.
Οπότε, αν υπάρχουν επιρροές, υπάρχουν από πολλούς και πολύ διαφορετικούς συγγραφείς. Από τον Βερν στον Λουντέμη και από τον Murakami στον Connolly…
Στο βιβλίο σας αναφέρεστε σε έξι αμαρτήματα. Σύμφωνα με την άποψη σας ποιος μπορεί να κρίνει εάν ένας άνθρωπος που έχει διαπράξει το καθένα από αυτά, έχει δικαίωμα στη ζωή και ποιος όχι;
Θεωρώ ότι κανείς δεν μπορεί να κρίνει κάτι τέτοιο. Ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία και η αυτοδικία δεν έχει καμία θέση σε αυτή. Θυμίζει κάτι από την ταραχώδης και αιματηρή εποχή του μεσαίωνα.
Ένας χαρακτήρας που μας συστήνεται σε αυτό το βιβλίο είναι ο «Εξαγνηστής». Τι συμβολίζει;
Κολλώντας το στο προηγούμενο, θυμίζει τον μεσαίωνα! Είναι ένας άντρας με διαταραγμένη προσωπικότητα και απρόβλεπτες εξάρσεις βίας. Θεωρεί τον εαυτό του ως άνθρωπο που βρίσκεται (και δρα) υπό τη σκέπη του Θεού οπότε τα πράγματα αυτομάτως γίνονται πολύ πιο επικίνδυνα για όσους θα έρθουν αντιμέτωποί του.
Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια κεφάλαια στο βιβλίο σχετικά με τη ζωή του ως παιδί. Εκεί ο αναγνώστης θα δει την πραγματική πηγή αυτού του κακού. Διότι μερικές φορές το κακό δεν είναι έμφυτο.
Γνωρίζετε από την αρχή, το τέλος της κάθε ιστορίας που γράφετε ή σας οδηγούν οι ήρωές σας;
Ουσιαστικά ισχύουν και τα δύο μαζί. Δεν έχω ποτέ δουλεμένο το τέλος της ιστορίας μου και πολλές φορές οι χαρακτήρες μου από ένα σημείο και μετά είναι έτοιμοι να αρπάξουν από τα χέρια μου τα ηνία και να καθοδηγήσουν από μόνοι τους την ιστορία. Ωστόσο, υποθέτω ότι ένα γενικό πλαίσιο του τέλους υπάρχει ήδη υποσυνείδητα μέσα μου. Οπότε, όσο και να «αυτομολήσουν» οι χαρακτήρες, θα το πλησιάσουν αρκετά.
Μέσα από τη συγγραφή υπάρχει κάτι που θέλετε να επικοινωνήσετε με το αναγνωστικό κοινό; Προσωπικές απόψεις, σκέψεις, συναισθήματα;
Δεν θέλω να πω τίποτα από πριν, όχι ξεκάθαρα τουλάχιστον. Όμως οι χαρακτήρες μου ζουν στο σήμερα και διακατέχονται από σύγχρονα, καθημερινά προβλήματα, τα οποία απασχολούν κι εμένα, αλλά και πολλούς από τους αναγνώστες μου.
Αυτά συχνά κρύβονται πίσω από τις ιστορίες μου και περιμένουν από τον εκάστοτε αναγνώστη να τα εντοπίσει από μόνος του, ο καθένας με τον δικό του, ξεχωριστό τρόπο.
Η λεγόμενη Σκανδιναβική σχολή έχει κατακλύσει τους Έλληνες αναγνώστες τα τελευταία χρόνια. Σε τι διαφοροποιείται από τα άλλα είδη αστυνομικής λογοτεχνίας;
Νομίζω έχει να κάνει με κάτι που έλεγα και νωρίτερα. Οι Σκανδιναβοί παρουσίασαν πολλά ποιοτικά έργα ταυτόχρονα οπότε όλοι οι υπόλοιποι τους δώσαμε «αναγκαστικά» σημασία. Είναι έργα που διαδραματίζονται στον τόπο και την κουλτούρα τους. Οπότε, λέω ξανά, γιατί να μην κάνουμε κι εμείς ως Έλληνες το ίδιο;
Έχετε ήδη κάποιο επόμενο βιβλίο στα σκαριά;
Αυτόν τον καιρό ασχολούμαι αποκλειστικά με το τέταρτο βιβλίο της σειράς μου. Θα είναι κι αυτό αυτοτελές και εύχομαι το αναγνωστικό κοινό να το αγκαλιάσει όπως έκανε με το «κάθε μυστικό σου».