Αυτό που με εντυπωσίασε όταν πρωτοδιάβασα την Μαριλένα Παππά, στο Τελευταίο εμπόδιο, ήταν η γλώσσα. Είναι το ίδιο ύφος που διαπνέει και το Η μέρα του Καρναβαλιού, μια γλώσσα λιτή, σχεδόν δωρική, ακόμα κι όταν περιγράφει την παραφορά ή την παραίσθηση. Ύστερα είναι η ατμόσφαιρα, ο τόπος που διαδραματίζονται οι ιστορίες, ένας τόπος και χρόνος αδύνατον να προσδιοριστεί καθώς δεν αναφέρεται στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον· είναι ο κυκλικός χρόνος, υπάρχουν εποχές αλλά όχι χρονολογίες, υπάρχει η μέρα και η νύχτα.
Είναι ο μυθικός χρόνος, και η γλώσσα που η Παππά χρησιμοποιεί είναι η γλώσσα του μύθου, γεμάτη σύμβολα, ιερογλυφικά, αρχέτυπα, μια γλώσσα που με απλά, χωμάτινα υλικά φιλοδοξεί για Έννοιες να μιλήσει. Από τον μύθο γεννήθηκαν όλα, η ποίηση, η θρησκεία, η επιστήμη, ο μύθος αντιπροσωπεύει την πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει τον κόσμο, να δώσει φωνή στον κόσμο, και είναι αρκετά ριψοκίνδυνο να επιχειρήσουμε σήμερα να γυρίσουμε στις πρωταρχές και να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια εκείνα αρχαία υλικά.
Υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουμε απλοϊκοί, να προσδεθούμε σε φόρμες φθαρμένες και συνταγές έωλες, όμως η Παππά τα καταφέρνει θαρρώ και οι ιστορίες της έχουν πρωτοτυπία, σφρίγος και ζωντάνια.
Στη «Μέρα του Καρναβαλιού» πρωταγωνιστής είναι πάνω απ’ όλα η φύση που, όπως και στο «Τελευταίο Εμπόδιο», περιγράφεται με απίστευτη εγγύτητα, με τον αναγνώστη να την αφουγκράζεται, να την γεύεται και να την ψηλαφεί, μια φύση που κυκλώνει τον οικισμό και περιβάλει τα πάντα με την πλημμυρίδα των μορφών της, με την ομορφιά και την αγριότητά της, και η σκηνή που συμπυκνώνει όλη την ένταση της σαγήνης και του μυστηρίου αυτής της φύσης είναι αυτή της συνάντησης του Έφηβου με το Λιοντάρι :
«Ο έφηβος πάγωσε. Κοιτούσε κατάματα το λιοντάρι. Κι όσο κοιτούσε τον θάνατο μπροστά του, τόσο λιγότερο τρομακτικός του φάνηκε. Μέσα στα γυάλινα, διαπεραστικά μάτια του λιονταριού μπορούσε να διακρίνει ένα ίχνος συμπάθειας. Το λιοντάρι τον πλησίασε αργά. Ο έφηβος έπιασε τον εαυτό του να μελετά το πρόσωπο του λιονταριού. Δύο μάτια, μία μύτη, ένα στόμα. Πόσο διέφερε απ’ αυτό το παράξενο κι απειλητικό πλάσμα που είχε μπροστά του; Σκέφτηκε ότι αν το λιοντάρι συμβόλιζε το κακό, εκείνος ήταν στ’ αλήθεια τόσο διαφορετικός; Ήταν το καλό; Αν εκείνος έβλεπε τον λιοντάρι σαν θήραμα, θα τον άφηνε να ξεφύγει; Τώρα το λιοντάρι έφτανε σχεδόν στα πόδια του αγοριού. Χωρίς να καταλάβει γιατί, ο έφηβος έσκυψε το σώμα του και γονάτισε, τόσο που τα δύο κεφάλια να βρίσκονται στο ίδιο ύψος. Το λιοντάρι κι ο έφηβος κοιτάχθηκαν στα μάτια, λες και τώρα η μάχη είχε μεταφερθεί στα βλέμματά τους. Για δευτερόλεπτα περιστράφηκαν προς τη μία πλευρά. Τα κεφάλια τους επείχαν μόλις λίγα εκατοστά και μια αόρατη κυκλική ιεροτελεστία τους κρατούσε δεμένους σ’ αυτόν τον παράξενο χορό. Όταν σταμάτησαν να κινούνται τα δύο σώματα ταυτόχρονα απομακρύνθηκαν το ένα από το άλλο. Τα πόδια οπισθοχώρησαν, αλλά τα μάτια έμεναν κολλημένα. Έμοιαζαν με μαγνήτες που απομαγνητίστηκαν. Δεν ήταν φόβος αυτό που ένιωθε ο έφηβος. Έμοιαζε περισσότερο με δέος. Λες και στα μάτια του λιονταριού μπορούσε να δει τον εαυτό του εντελώς διαφορετικό. Ο έφηβος άνοιξε κι έκλεισε μάτια του και είδε το λιοντάρι να τον κοιτάζει με συγκίνηση. Οι δυο τους σ’ αυτό το ξέφωτο έκαναν ανακωχή. Λες και το ένστικτο μπορούσε επιτέλους να ακούσει τη λογική και η λογική να παρασυρθεί από το συναίσθημα της ύπαρξης και της συνύπαρξης. Και της ανάγκης για ανακωχή σ’ αυτό το ξέφωτο, σ’ αυτή τη μέρα, σ’ αυτή τη ζούγκλα. Κι έτσι το ακατόρθωτο έγινε κατορθωτό.»
Ο Έφηβος αποτελεί ένα αίνιγμα· δεν είχε γονείς, δεν είχε υπάρξει ποτέ του παιδί κι ούτε έμοιαζε στο ελάχιστο να μεγαλώνει, ήταν από πάντα ο Έφηβος κι έμοιαζε πως για πάντα θα παρέμενε τέτοιος. Η φύση γύρω του σκιρτά και μεταβάλλεται αέναα ενώ ο ίδιος ζει σε ένα παρόν απαράλλαχτο, σε μια κοινότητα παγιωμένη, με την εξουσία του Ομάρ και του Προφήτη – την πολιτική εξουσία δηλαδή και τη θρησκευτική – να αναλαμβάνουν να διατηρήσουν ακέρια αυτήν την Τάξη, κάτι που ο άνθρωπος από πάντα έκανε, πασχίζοντας να δομήσει σταθερά, προβλέψιμα και αδιατάρακτα σύνολα στο μέσο ενός κόσμου που τον τρομάζει με απέραντο και το ευμετάβλητό του, προσπαθώντας να αντισταθεί στις δυνάμεις τις εντροπίας που νιώθει να ξεσπούν παντού γύρω του αλλά και μέσα στην ίδια την ψυχή του.
Η μόνη διασάλευση που είναι επιτρεπτή είναι η οργανωμένη διασάλευση της Γιορτής, αυτή η παράδοση στις δυνάμεις του παροξυσμού και του χάους εντός μας, το λυτρωτικό ξέσπασμα που ακόμα και οι πιο άτεγκτες εξουσίες αναγνωρίζουν σαν αναγκαίο για την διατήρηση της κοινότητας, για την διατήρηση της ισορροπίας.
Η γιορτή ήταν κάποτε η στιγμή που η κοινότητα ξεφορτωνόταν μαζί με τα συσσωρευμένα φορτία του πάθους και το «καταραμένο απόθεμα», το προϊόν των κόπων μιας ολόκληρης χρονιάς, γιατί η συσσώρευση θεωρούνταν ύβρις, κι είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα που η αποταμίευση έχει τη θέση ύψιστης αξίας, ο άνθρωπος εξακολουθεί να χρειάζεται την γιορτή, την κραιπάλη, το ξόδεμα, την απώλεια του ελέγχου, με τους ανθρώπους του Δυτικού κόσμου να δουλεύουν εντατικά όλη την εβδομάδα για να αφεθούν το Σαββατόβραδο σε ένα όργιο αποχαλίνωσης και να ξοδέψουν τα αποθέματα της εβδομάδας, γιατί κανείς πραγματικά δεν μπορεί να βρει νόημα στην επιβίωση και μόνον.
«Στη ζούγκλα είχαν ανάψει φωτιές. Δάδες φώτιζαν το σκοτάδι. Οι μουσικοί του χωριού έπαιζαν συγχρονισμένα παράξενες μελωδίες. Χτυπούσαν ρυθμικά αυτοσχέδια όργανα. Το καρναβάλι έμοιαζε να είχε ξεκινήσει. Υπήρχε άφθονο κρασί ή κάτι σαν κρασί που προσφερόταν δωρεάν σε ξύλινα κουπάκια. Οι κάτοικοι βρίσκονταν σε μία παράξενη ευφορία. Μέσα στο σκοτάδι έβλεπες από τα σκούρα τους χείλη και τις σχισμές από τα χαμόγελά τους να αναδύονται τα λιγοστά τους δόντια. Κι όμως αυτά τα χαμόγελα δεν ήταν η απόδειξη κάποιου είδους χαράς. Το πιο κοντινό συναίσθημα ήταν η διέγερση που νιώθεις όταν ετοιμάζεσαι να κάνεις κάτι πολύ κακό. Η λάμψη στο βλέμμα τους είχε κάτι βρώμικο, πρόστυχο. Η γιορτή ήταν φωτισμένη από όλα αυτά τα συναισθήματα κι έτσι το φως που διαχεόταν στον βραδινό ουρανό έπαιρνε τη θέση που του άξιζε μέσα στο σκοτάδι. Από τη μία μεριά της ζούγκλας τώρα ξεκινούσαν οι πρώτες λιτανείες. Γυναίκες με παράξενες μάσκες στα πρόσωπά τους. Αν παρατηρούσε κανείς καλύτερα θα καταλάβαινε ότι οι μάσκες ήταν φτιαγμένες από τη σάρκα κάποιου ζωντανού οργανισμού που σκοτώθηκε βίαια. Οι ξεσκισμένες άκρες των μασκών μαρτυρούσαν τη βιαιότητα αυτού του τέλους. Τα σώματά τους ήταν καλυμμένα από τη μέση και κάτω με βαριές προβιές ζώων. Μια βαριά μυρωδιά αναδυόταν από τα πτώματα. Οι γυναίκες χοροπηδούσαν με έναν ρυθμικό βηματισμό που συγχρονιζόταν με τις παράξενες μελωδίες των μουσικών. Οι ρώγες τους ανεβοκατέβαιναν σαν ελατήρια.»
Ο Έφηβος θα σαμποτάρει την Γιορτή του Καρναβαλιού γιατί ο ίδιος αντιπροσωπεύει μια καινούρια ευαισθησία που γυρεύει να ανδρωθεί· η ίδια η γιορτή σαν μια διέξοδος προς την αταξία θα οδηγήσει στην ανατροπή, στην καταστροφή που είναι απαραίτητη για την αναζωογόνηση, όπως η πυρκαγιά ξαναγεννά ένα γερασμένο, παρηκμασμένο δάσος.
Αυτή η αναγέννηση δεν μπορεί παρά να εκφραστεί με σεξουαλικούς όρους, όμως ενώ η ερωτική πράξη κάτω απ’ το σκήπτρο της εξουσίας εκφραζόταν πάντα με βαναυσότητα, ωμότητα και καταναγκασμό, κι ενώ ακόμα και στα πλαίσια της ιερής αποχαλίνωσης της γιορτής κυριαρχούνταν από το ζωώδες και το άλογο, τώρα η πράξη που θα γεννήσει μια καινούρια αρμονία θα είναι μια πράξη διαφορετική, θα είναι η άνθιση ενός ενστίκτου που θα έχει επικονιαστεί με τη γύρη της αγάπης, δηλαδή με τη νοημοσύνη του συναισθήματος.
~Ο Μιχάλης Αλμπάτης γράφει για το βιβλίο
Φώτο: Νάσια Μπρατίκα
Η μέρα του καρναβαλιού
Like this:
Like Loading...
Related